- παλιτραχηλίζω
- πᾰλιτρᾰχηλίζω,A to be stiff-necked, refractory, contumacious, PPetr.3p.136 (iii B. C.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
παλιτραχηλίζω — παλιτραχηλιζω (Α) είμαι σκληροτράχηλος, είμαι πείσμων. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + τραχηλίζω (< τράχηλος)] … Dictionary of Greek
πάλι — (ΑΜ πάλι και πάλιν) επίρρ. 1. (χρονικό) εκ νέου, ξανά, άλλη μια φορά (α. «πάλι με χρόνους με καιρούς, πάλι δικά μας θά ναι» β. «καὶ εἰσῆλθε πάλιν εἰς τὴν συναγωγήν», ΚΔ) 2. (τοπικό) πίσω (α. «θα σού δώσω πάλι όσα δανείστηκα» β. «πάλιν χώρει μηδ… … Dictionary of Greek